- συμβόσκομαι
- συμβόσκομαι, [voice] Pass.,A feed together, LXX Is.11.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμβόσκομαι — ΜΑ (για ζώο) βόσκω μαζί με άλλο («συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. (και ενεργ. τ. συμβόσκω) μτφ. ποιμαίνω μαζί με κάποιον άλλο («ὅπως τὸ Χριστοῡ ποίμνιον συμβόσκοιτε», Σωφρ. Ιερ.) … Dictionary of Greek
σύμβοτος — ον, Α [συμβόσκομαι] (κατά τον Ησύχ.) «σύννομος» … Dictionary of Greek